τράχηλος

τράχηλος
Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης.
* * *
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α
1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο συνενώνει την κεφαλή με τον κορμό, ο λαιμός μαζί με τον αυχένα
2. αυχένας, σβέρκος («τού Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»)
3. το στενό τμήμα διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («τράχηλος τής κύστεως», Πολυδ.)
νεοελλ.
1. (τροφ.-τεχνολ.) τεμάχιο χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη περιοχή τού σφαγίου τών βοοειδών
2. ναυτ. το τμήμα τής στήλης ιστού ή τού επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι πρότονοι, κν. το μέρος τής καπελαδούρας
2. φρ. α) «ο τράχηλος τής μήτρας» — το κάτω στενό μέρος τής μήτρας, τού οποίου το έξω στόμιο ανοίγεται στον κόλπο
β) «κάθομαι στον τράχηλο κάποιου» — καταδυναστεύω κάποιον, τού κάθομαι στον σβέρκο
γ) «σκύβω τον τράχηλο σε κάποιον» — υπακούω αδιαμαρτύρητα, υποκύπτω, υποτάσσομαι
μσν.-αρχ.
το στενόμακρο τμήμα δοχείων μεταξύ στομίου και κύριου σώματος, ο λαιμός («τράχηλος πίθων», Γεωπ.)
αρχ.
1. οι σάρκες γύρω από τον λαιμό
2. καθετί που μοιάζει με τον τράχηλο, κυρίως ως προς το σχήμα, όπως λ.χ. το ανώτατο τμήμα τής πορφύρας ή τμήμα τού σώματος τού σκαθαριού ή το στενόμακρο τμήμα τής κοιλιάς ή, ακόμη, ο λαιμός τού αγγουριού
3. ναυτ. το μεσαίο τμήμα τού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ηλ-ος (πρβλ. γαμφ-ηλ-αί*) και μπορεί να αναχθεί στην οικογένεια τού ρ. τρέχω*, μέσω μιας αρχικής σημ. «τμήμα τού σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή εξέλιξη πρβλ. τα ζεύγη αρχ. σλαβ. vratŭ «τράχηλος»: vratiti «γυρίζω, στρέφω», λιθουαν. kāklas «τράχηλος»: ελλ. κύκλος). Το -α- τού τ. τράχηλος μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν αντιπροσώπευσης τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω, είναι, όμως, εξίσου πιθανό ότι πρόκειται για το -α- που απαντά και σε άλλους τ. τού καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. σκαμβός, σκάπτω, τραυλός).
ΠΑΡ. τραχηλιαίος, τραχηλίζω, τραχηλικός
αρχ.
τραχήλια, τραχηλιμαίος, τραχήλιον, τραχήλιος, τραχηλίς, τραχηλιώδης, τραχηλιώτης, τραχηλώδης
αρχ.-μσν.
τραχηλιώ
μσν.
τραχηλιάζω
μσν.- νεοελλ.
τραχηλάς, τραχηλιά(-έα), τραχήλωμα
νεοελλ.
τραχηλάτος, τραχήλης, τραχήλι, τραχηλίτιδα, τραχηλώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. τραχηλάγχη, τραχηλοδεσμότης, τραχηλοειδής, τραχηλοκοπώ, τραχηλόσιμος
μσν.
τραχηλοκάκκη
νεοελλ.
τραχηλάγρα, τραχηλαλγία, τραχηλαιμάτωμα, τραχηλόδεσμος, τραχηλοπηξία, τραχηλορραφία, τραχηλόσπερμο, τραχηλοτομία. (Β' συνθετικό) ατράχηλος, λεπτοτράχηλος, μεγαλοτράχηλος, σκληροτράχηλος
αρχ.
αμφιτράχηλος, βραχυτράχηλος, ετεροτράχηλος, ευθυτράχηλος, ευτράχηλος, κακοτράχηλος, καλοτράχηλος, κολοβοτράχηλος, λευκοτράχηλος, λιθοτράχηλος, μακροτράχηλος, μικροτράχηλος, παρατράχηλος, παχυτράχηλος, περιτράχηλος, πολυτράχηλος, σιμοτράχηλος, στενοτράχηλος, συντράχηλος, υγροτράχηλος, υποτράχηλος, υψηλοτράχηλος
νεοελλ.
μαρμαροτράχηλος, χονδροτράχηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τράχηλος — well reared masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλος — ο 1. ο λαιμός μαζί με το σβέρκο: Τον έπιασε απ τον τράχηλο. 2. σβέρκος: Τον χτύπησε στον τράχηλο και τον σκότωσε. 3. το στενό μέρος σε σπλάχνα ή κόκαλα: Ο τράχηλος της μήτρας. 4. το στενόμακρο μέρος διάφορων δοχείων, λαιμός: Τράχηλος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραχήλω — τράχηλος well reared masc nom/voc/acc dual τράχηλος well reared masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλοις — τράχηλος well reared masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλου — τράχηλος well reared masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλους — τράχηλος well reared masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλων — τράχηλος well reared masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχήλῳ — τράχηλος well reared masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλοι — τράχηλος well reared masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράχηλον — τράχηλος well reared masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”